Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

ΠΤΩΣΙΣ 1- Ο ΓΕΡΟΣ


Ο γέρος πάλι καθόταν στην παλιά κουνιστή του καρέκλα Κοιτούσε τον κόσμο να τον προσπερνά αδιάφορος. Δεν τον νοιάζει φυσικά, εκείνος πάντα ζει σε δικό του χρόνο. Πιο αργό από το δικό μας. Καμιά φορά, όταν ξεκλέβω λίγο από τον ανούσιο δικό μου χρόνο πάω κοντά του και ακούω τις ιστορίες του. Και είναι πολλές. Δε μιλάει για τον πόλεμο ποτέ του. Δεν είναι περήφανος πια που πολέμησε· μόνο ντρέπεται γι’ αυτό. Σαν τον πλησιάζω ο χρόνος μου απλώνει. Τείνει να πλησιάσει το δικό του, τον αργό και πραγματικό. Μου λέει για το πόσες φορές πήγε σε συναυλίες ροκ στα νιάτα του και πως κάποτε έπαιζε σε μπάντα. Μου εξομολογήθηκε πως μια δυο φορές είχε κάνει και κάνα τσιγαράκι με κάνναβη. Τρελοί νέοι τρελές εποχές, μου ‘λεγε.
Μια μέρα δεν είχε ιστορία για μένα – μάλλον ήταν πολύ κουρασμένος για να βουτήξει στις απέραντες αναμνήσεις του και να ξεκλέψει μια για μένα. Βρήκα, λοιπόν την ευκαιρία και τον ρώτησα πώς ζούσε, αφού κάθε μέρα δεν τον έβλεπα αλλού από την κουνιστή καρέκλα. «Καλά είμαι εγώ, εσείς οι νέοι είστε άρρωστοι και δεν το ξέρετε.»
«Τελικά, γέρο πώς σε λένε;»
«Εσύ πώς θες να με λένε; Για να μην το ρώτησες ως τώρα πάει να πει πως είναι ασήμαντο και χαίρομαι γι’ αυτό. Να ξέρεις, λοιπόν, πως ότι είναι αυτή η σάπια καρέκλα είμαι κι εγώ. Ακόμη κουνάω καλά, αλλά όχι για πολύ. Στο τέλος θα σπάσω σαν το κούφιο ξύλο. Τότε θα είναι που θέλω να είμαι μόνος μου. Τότε δεν θέλω να κάθεται κανείς πάνω μου να τον κουνάω.»
«Τι λες μωρέ, ακόμη κρατάς καλά.»
«Ακόμα.»
Τις επόμενες μέρες είχε χάσει την παλιά του ζωντάνια. Κι η καρέκλα η βαριά έτριζε άσχημα. Σαν να συνέπασχε με τον ιδιοκτήτη της. Ο γέρος έλεγε όλο και πιο σπάνια ιστορίες. Πάντα έλεγε τον κόσμο μας σάπιο κι άρρωστο και ήταν γεμάτος κέφι για να κάνει τη διαφορά. Τώρα πια, όμως όχι. Μπορεί ο κόσμος μας να τον αρρώστησε κι αυτόν. Τα πράσινα μάτια του ήταν πια μουντά, σκούρα. Δε με κοιτούσε στα μάτια, παρά μόνο χάζευε το τέλος του δρόμου. Τελικά μια μέρα έσπασε τη σιωπή του και μου είπε:
«Δεν κατάφερα ούτε στα νιάτα μου ούτε τώρα να αλλάξω τον κόσμο. Ο κόσμος όμως με άλλαξε. Αυτό δεν είναι αποτυχία;»
«Μην το λες, γέρο. Αν άλλαξες προς το καλύτερο, τότε πέτυχες.»
Εκείνος χαμογέλασε.
«Μικρέ δε με χρειάζεσαι πια, έτσι; Ξέρεις να κουμαντάρεις το σώμα και τη σκέψη σου. Ό,τι ήταν να σου μάθω σου το ‘μαθα. Πήγαινε και μην έρθεις αύριο. Τζάμπα κόπος. Ελπίζω μια μέρα να μη χρειαστεί να πάρεις τη θέση μου. Αν όντως θρονιαστείς σε μια κουνιστή καρέκλα, να λες στους νέους να κάνουν ό,τι δεν έκανες, τότε θα έχω αποτύχει. Έλα πήγαινε.»
Εγώ έφυγα. Μπερδεμένα μου τα ‘λεγε. 10 χρονών τότε, δεν κατάλαβα και πολλά. Τρεις μέρες αργότερα πήγα να τον δω. Δεν ήταν εκεί. Η καρέκλα, σπασμένη πια κουνιόταν ακόμα από τον αέρα. Ερειπωμένη, με όλη της την πλάτη ξεχαρβαλωμένη. Νόμισα πως από κείνη τη στιγμή και μετά, δεν θα ξανάμπαινα στον αργό χρόνο, χωρίς το γέροντα. Πλησίασα την καρέκλα. Είχε σταματήσει να φυσά, αλλά ακόμη κουνιόταν. Τότε, με έκπληξη συνειδητοποίησα πως ο χρόνος κυλούσε πάλι αργά και απολαυστικά. Ο γέρος μπορεί να εξαφανίστηκε, αλλά το αίσθημα έμεινε. Ρώτησα τον περιπτερά από τον απέναντι δρόμο πού πήγε ο γέροντας που καθόταν έξω απ’ το γκρίζο κτήριο. Εκείνος κοίταξε παραξενεμένος την κουνιστή καρέκλα και μου απάντησε πως κανείς δεν είχε καθίσει εκεί για χρόνια. Την καρέκλα, μου είπε, την έφτιαξε μια μπάντα πριν από πολλά χρόνια και ο ίδιος την είχε αφήσει εκεί, στην ξύλινη βεράντα, για ενθύμιο.
«Και η μπάντα τι απέγινε;» τον ρώτησα.
«Ξέρω ‘γω; Ο τραγουδιστής ήταν πολύ γέρος τότε. Απορούσα πώς είχε το κουράγιο και τραγουδούσε ακόμα, στην ηλικία του. Τι καλός άνθρωπος. Αν θυμάμαι καλά εκείνος πέθανε δυο χρόνια αφού έφτιαξε την καρέκλα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου